ναρκώνω

ναρκώνω
(Α ναρκῶ, -όω) [νάρκη]
επιφέρω νάρκη, προκαλώ αναισθησία, αναισθητοποιώ
νεοελλ.
1. προκαλώ τάση για ύπνο, για λήθαργο
2. μτφ. προξενώ αποχαύνωση, αποχαυνώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ναρκώνω — ναρκώνω, νάρκωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ναρκώνω — νάρκωσα, ναρκώθηκα, ναρκωμένος 1. μτβ., προκαλώ νάρκη, αναισθησία, μουδιάζω, μαργώνω: Τοννάρκωσαν πριν από την εγχείρηση. 2. προκαλώ τάση για ύπνο, λήθαργο, βύθισμα: Με νάρκωσε τούτη η ζέστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νάρκωση — (Ιατρ.). Βλ. λ. αναισθησία. * * * η (Α νάρκωσις) [ναρκώνω] το αποτέλεσμα τού ναρκώνω, η επέλευση τής νάρκης, απώλεια τής συνείδησης και παύση κάθε κίνησης νεοελλ. ιατρ. 1. η ελάττωση τής διεγερτικότητας τού νευρικού συστήματος ώς την εξασθένηση ή …   Dictionary of Greek

  • φλομώνω — φλόμωσα, φλομώθηκα, φλομωμένος, και φλομιάζω φλόμιασα, φλομιάστηκα, φλομιασμένος, 1. μτβ., ναρκώνω τα ψάρια ρίχνοντας φλόμο (βλ. λ.) στη θάλασσα, ναρκώνω, αναισθητοποιώ. 2. σκορπίζω ολόγυρα καπνό ιδίως δύσοσμο, σκορπίζω άσχημη μυρουδιά, κάνω την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναισθητίζω — προκαλώ απονάρκωση των αισθήσεων με κατάλληλα φάρμακα, ναρκώνω, υπνώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναίσθητος. ΠΑΡ. αναισθήτιση] …   Dictionary of Greek

  • αποκαρώνω — (Α ἀποκαρῶ, όω) κάνω κάποιον να περιπέσει σε λήθαργο, αποκοιμίζω, αποβλακώνω νεοελλ. 1. θαμπώνω, καταπλήσσω κάποιον 2. η μτχ. αποκορωμένος, η, ο (με έννοια αποτροπιασμού) «αποκορωμένο νάναι το κακό», «η αποκορωμένη» (για οποιαδήποτε λοιμώδη ή… …   Dictionary of Greek

  • αποναρκώνω — (Μ ἀποναρκῶ, όω, Α ἀποναρκοῡμαι, όομαι) νεοελλ. ναρκώνω κάποιον αρχ. μσν. είμαι εντελώς ναρκωμένος ή μουδιασμένος …   Dictionary of Greek

  • αφιονίζω — [αφιόνι] 1. ναρκώνω κάποιον με αφιόνι 2. μτφ. α) αποπλανώ, εξαπατώ β) εμποτίζω κάποιον με ορισμένες ιδέες, φανατίζω …   Dictionary of Greek

  • εκναρκώ — (I) ἐναρκῶ ( άω) (Α) αποναρκώνομαι. (II) ἐκναρκῶ ( όω) (Μ) ναρκώνω εντελώς …   Dictionary of Greek

  • ευνώ — εὐνῶ, άω (Α) [εὐνή] (ποιητ. ρ., διάφ. τ. τού ευνάζω) 1. τοποθετώ κάποιον σε κάποιο μέρος για ενέδρα 2. αποκοιμίζω, καταβαυκαλίζω («εὐνήσασα φρουρόν ὄφιν», Απολλ. Ρόδ.) 3. μτφ. καταπραΰνω («τῆς δ εὔνησε γόον», Ομ. Οδ.) 4. μέσ. εὐνῶμαι α) ξαπλώνω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”